Δεν πρόκειται να κάνω επιστημονική ερμηνεία της σάτιρας.
Μονάχα θα αναφέρω τα εξής: Γενικά οι κοροϊδευτές σατιρίζουν,
κοροϊδεύουν, για να καλύψουν κάποιο δικό τους κενό. Μ' άλλα
λόγια, η κοροϊδία είναι ένα είδος αυτοάμυνας. Το χωρατό και το
χιούμορ είναι ένας τρόπος για να κρύψουμε από τους άλλους
κάτι που μας λείπει.
Στα θέατρα, στις δοκιμές θεατρικών έργων οι καλλιτέχνες
που αδυνατούν να ερμηνεύσουν το ρόλο τους, το γυρίζουν στο
αστείο. Στα σχολεία, κοροϊδευτές γίνονται οι μαθητές που
δυσκολεύονται να πετύχουν στα μαθήματά τους.
Ο Χαλίλ Λουτφί Ντορντουντζού, ιδιοκτήτης μιας
σημαντικής εφημερίδας κι ενός μεγάλου τυπογραφείου, ήταν
πολύ γνωστός για τη φιλαργυρία του. Δεν έχω δει στη ζωή μου
πιο φιλάργυρο άνθρωπο απ' αυτόν. Ήταν γνωστός σαν
εκατομμυριούχος και σαν χωρατατζής. Το ελάττωμα της
φιλαργυρίας του το κάλυπτε με τα έξυπνα χωρατά του.
Γιατί έφευγα συχνά από το Ορφανοτροφείο; Βρισκόμουν
σε μια σχολή που ανήκε αποκλειστικά στα ορφανά, ενώ εγώ
είχα πατέρα. Αυτό βέβαια δεν ήταν η μόνη αιτία που με
κρατούσε μακριά από το σχολείο. Μια άλλη αιτία, πολύ
σημαντική, ήταν οι κοροϊδίες των συνταξιωτών.
Ένας από τους γιους μου που σπούδαζε σε ξένη χώρα δεν
ήθελε να μένει στη σχολή εσωτερικός. Θέλησε να νοικιάσει
γκαρσονιέρα. Εγώ επέμενα, αυτός δεν άλλαξε γνώμη.
Προσπάθησα να καταλάβω την αιτία. Ήταν πολύ καλός
μαθητής, μελετηρός, αγόραζε πολλά βιβλία, συνέχεια διάβαζε.
Κάποιοι συμμαθητές του, για να καλύψουν την τεμπελιά και την
αποτυχία τους, ισχυρίζονταν ότι η μελετηρότητα του γιου μου
ήταν φτιαχτή κι ότι σκοπός του ήταν να κάνει επίδειξη. Για να
λυτρωθεί λοιπόν ο γιος μου από τις ενοχλήσεις των
συμμαθητών του, ήθελε να φεύγει τις νύχτες από το σχολείο.
Στις 30 Δεκέμβρη του 1974 του έγραψα το παρακάτω
γράμμα:
Μου γράφεις ότι οι συμμαθητές σου ισχυρίζονται πως
αγοράζεις βιβλία μόνο και μόνο για να κάνεις επίδειξη. Έτσι,
κατάλαβα την αιτία που δεν θέλεις να συνεχίσεις εσωτερικός.
Μη δίνεις παιδί μου σημασία σ' αυτούς. Και μην τους
λογαριάζεις. Όχι όμως ψεύτικα. Αν αδιαφορήσεις αληθινά, θα
ανακουφιστείς. Αν όμως καμωθείς πως δεν τους λογαριάζεις,
τότε θα υποφέρεις περισσότερο. Κορόιδευέ τους.
Μου γράφεις ακόμη, βάλε τον εαυτό σου στη θέση μου. Σε
καταλαβαίνω. Εγώ έχω υποστεί μεγαλύτερες δοκιμασίες. Αυτός
είναι ακριβώς ο λόγος που έφυγα από το Ορφανοτροφείο...
Ήμουνα επιμελής. Ήξερα πολύ περισσότερα από τους
συνταξιώτες μου. Οι δάσκαλοι συχνά με βγάζανε στο μάθημα.
Οι συμμαθητές μου είχαν φαίνεται την εντύπωση πως δεν ήταν
δυνατό σ' εκείνη την ηλικία να ξέρω τόσα πολλά πράγματα και
συμπεράνανε πως ήμουνα πολύ πιο μεγάλος απ' αυτούς.
Ήμουνα πιο κοντός απ' όλους. Με βλέπανε σαν έναν τζουτζέ,
μεγάλο στην ηλικία. Κι αρχίσανε να με λένε "μπαμπόγερο". Από
τη ζήλια τους με κοροϊδεύανε λέγοντάς με "μπαμπόγερο".
Εκνευριζόμουνα, δεν μπορούσα ν' αδιαφορήσω. Γιατί ήμουνα
έντεκα χρονώ. Τα παιδιά εκείνης της ηλικίας έχουν πολύ
εγωισμό, είναι άπονα και εκδικητικά. Και οι συμμαθητές μου με
κοροϊδεύανε άπονα. Προσπαθούσα να κάνω τον αδιάφορο μα
δεν τα κατάφερνα. Οι κοροϊδίες πολύ με κακοκάρδιζαν. Για να
σταματήσει το κακό, έπαψα να μελετώ και δεν απαντούσα στις
ερωτήσεις των δασκάλων μου. Μα και πάλι δεν μπόρεσα να
απαλλαγώ από τις κοροϊδίες των συμμαθητών μου. Μια από τις
αιτίες λοιπόν που άρχισα να φεύγω από το Ορφανοτροφείο ήταν
ότι δεν ήμουνα ορφανός, είχα πατέρα. Η άλλη αιτία ήταν οι
κοροϊδίες των συμμαθητών μου.
Ξέρεις παιδί μου ότι οι κοροϊδίες εκείνες με ωφελήσανε
πολύ; Αυτές με κάνανε ευθυμογράφο. Το παρατσούκλι που μου
κολλήσανε στάθηκε η μοναδική σχεδόν αιτία που έγινα
ευθυμογράφος. Γιατί σαν έφυγα από το Ορφανοτροφείο και
πήγα σε άλλα σχολειά, προπαντός στη Στρατιωτική Σχολή,
έψαξα να βρω κάποιον τρόπο για ν' αντιμετωπίσω ενδεχόμενες
καινούριες κοροϊδίες.
Σκέφτηκα τα εξής:
1. Δε θα προσποιόμουνα τον αδιάφορο μπρος στις
κοροϊδίες. Πραγματικά θ' αδιαφορούσα.
2. Και το κυριότερο, όλους θα τους κορόϊδευα. Μ'
άλλα λόγια, θα τους αφόπλιζα.
Έτσι κι έκανα. 'Aρχισα να κοροϊδεύω τους πάντες και τα
πάντα. Κόλλησα σε όλους παρατσούκλια. Οι συμμαθητές μου
και σήμερα με το παρατσούκλι αυτό είναι γνωστοί. Είχα κι εγώ
το παρατσούκλι μου. Εγώ το είχα κολλήσει στον εαυτό μου. Με
λέγανε "Ο Τρίχας" και είχαν την εντύπωση πως το παρατσούκλι
μου ήταν δικό τους εύρημα. Κι όμως εγώ το πρωτοείπα. Ο
μοναδικός τρόπος για να εμποδίσεις τους άλλους να σε
κοροϊδεύουν είναι να κοροϊδεύεις εσύ τον ίδιο τον εαυτό σου. Η
αυτοκοροϊδία δίνει στον άνθρωπο ωριμότητα.
Οι κοροϊδίες μου ήταν φαρμακερές. Οι συμμαθητές μου με
φοβούνταν, με αποφεύγανε. Και κανείς δεν τολμούσε να με
κοροϊδέψει. Αυτό λοιπόν που άρχισα να κάνω στα παιδικά μου
χρόνια, μόνο και μόνο για να αμυνθώ, με έκανε ν' αποχτήσω με
τον καιρό την ικανότητα του ευθυμογράφου που έγινε τέχνη
μου, δουλειά μου. Χάρη σ' αυτήν εξασφάλισα τη ζωή μου,
καθώς και τη δική σας ζωή. Μου έδωσε τη δυνατότητα να σας
σπουδάσω στο εξωτερικό. Αυτή λοιπόν είναι ιστορία του
ευθυμογράφου πατέρα σου...
Μονάχα θα αναφέρω τα εξής: Γενικά οι κοροϊδευτές σατιρίζουν,
κοροϊδεύουν, για να καλύψουν κάποιο δικό τους κενό. Μ' άλλα
λόγια, η κοροϊδία είναι ένα είδος αυτοάμυνας. Το χωρατό και το
χιούμορ είναι ένας τρόπος για να κρύψουμε από τους άλλους
κάτι που μας λείπει.
Στα θέατρα, στις δοκιμές θεατρικών έργων οι καλλιτέχνες
που αδυνατούν να ερμηνεύσουν το ρόλο τους, το γυρίζουν στο
αστείο. Στα σχολεία, κοροϊδευτές γίνονται οι μαθητές που
δυσκολεύονται να πετύχουν στα μαθήματά τους.
Ο Χαλίλ Λουτφί Ντορντουντζού, ιδιοκτήτης μιας
σημαντικής εφημερίδας κι ενός μεγάλου τυπογραφείου, ήταν
πολύ γνωστός για τη φιλαργυρία του. Δεν έχω δει στη ζωή μου
πιο φιλάργυρο άνθρωπο απ' αυτόν. Ήταν γνωστός σαν
εκατομμυριούχος και σαν χωρατατζής. Το ελάττωμα της
φιλαργυρίας του το κάλυπτε με τα έξυπνα χωρατά του.
Γιατί έφευγα συχνά από το Ορφανοτροφείο; Βρισκόμουν
σε μια σχολή που ανήκε αποκλειστικά στα ορφανά, ενώ εγώ
είχα πατέρα. Αυτό βέβαια δεν ήταν η μόνη αιτία που με
κρατούσε μακριά από το σχολείο. Μια άλλη αιτία, πολύ
σημαντική, ήταν οι κοροϊδίες των συνταξιωτών.
Ένας από τους γιους μου που σπούδαζε σε ξένη χώρα δεν
ήθελε να μένει στη σχολή εσωτερικός. Θέλησε να νοικιάσει
γκαρσονιέρα. Εγώ επέμενα, αυτός δεν άλλαξε γνώμη.
Προσπάθησα να καταλάβω την αιτία. Ήταν πολύ καλός
μαθητής, μελετηρός, αγόραζε πολλά βιβλία, συνέχεια διάβαζε.
Κάποιοι συμμαθητές του, για να καλύψουν την τεμπελιά και την
αποτυχία τους, ισχυρίζονταν ότι η μελετηρότητα του γιου μου
ήταν φτιαχτή κι ότι σκοπός του ήταν να κάνει επίδειξη. Για να
λυτρωθεί λοιπόν ο γιος μου από τις ενοχλήσεις των
συμμαθητών του, ήθελε να φεύγει τις νύχτες από το σχολείο.
Στις 30 Δεκέμβρη του 1974 του έγραψα το παρακάτω
γράμμα:
Μου γράφεις ότι οι συμμαθητές σου ισχυρίζονται πως
αγοράζεις βιβλία μόνο και μόνο για να κάνεις επίδειξη. Έτσι,
κατάλαβα την αιτία που δεν θέλεις να συνεχίσεις εσωτερικός.
Μη δίνεις παιδί μου σημασία σ' αυτούς. Και μην τους
λογαριάζεις. Όχι όμως ψεύτικα. Αν αδιαφορήσεις αληθινά, θα
ανακουφιστείς. Αν όμως καμωθείς πως δεν τους λογαριάζεις,
τότε θα υποφέρεις περισσότερο. Κορόιδευέ τους.
Μου γράφεις ακόμη, βάλε τον εαυτό σου στη θέση μου. Σε
καταλαβαίνω. Εγώ έχω υποστεί μεγαλύτερες δοκιμασίες. Αυτός
είναι ακριβώς ο λόγος που έφυγα από το Ορφανοτροφείο...
Ήμουνα επιμελής. Ήξερα πολύ περισσότερα από τους
συνταξιώτες μου. Οι δάσκαλοι συχνά με βγάζανε στο μάθημα.
Οι συμμαθητές μου είχαν φαίνεται την εντύπωση πως δεν ήταν
δυνατό σ' εκείνη την ηλικία να ξέρω τόσα πολλά πράγματα και
συμπεράνανε πως ήμουνα πολύ πιο μεγάλος απ' αυτούς.
Ήμουνα πιο κοντός απ' όλους. Με βλέπανε σαν έναν τζουτζέ,
μεγάλο στην ηλικία. Κι αρχίσανε να με λένε "μπαμπόγερο". Από
τη ζήλια τους με κοροϊδεύανε λέγοντάς με "μπαμπόγερο".
Εκνευριζόμουνα, δεν μπορούσα ν' αδιαφορήσω. Γιατί ήμουνα
έντεκα χρονώ. Τα παιδιά εκείνης της ηλικίας έχουν πολύ
εγωισμό, είναι άπονα και εκδικητικά. Και οι συμμαθητές μου με
κοροϊδεύανε άπονα. Προσπαθούσα να κάνω τον αδιάφορο μα
δεν τα κατάφερνα. Οι κοροϊδίες πολύ με κακοκάρδιζαν. Για να
σταματήσει το κακό, έπαψα να μελετώ και δεν απαντούσα στις
ερωτήσεις των δασκάλων μου. Μα και πάλι δεν μπόρεσα να
απαλλαγώ από τις κοροϊδίες των συμμαθητών μου. Μια από τις
αιτίες λοιπόν που άρχισα να φεύγω από το Ορφανοτροφείο ήταν
ότι δεν ήμουνα ορφανός, είχα πατέρα. Η άλλη αιτία ήταν οι
κοροϊδίες των συμμαθητών μου.
Ξέρεις παιδί μου ότι οι κοροϊδίες εκείνες με ωφελήσανε
πολύ; Αυτές με κάνανε ευθυμογράφο. Το παρατσούκλι που μου
κολλήσανε στάθηκε η μοναδική σχεδόν αιτία που έγινα
ευθυμογράφος. Γιατί σαν έφυγα από το Ορφανοτροφείο και
πήγα σε άλλα σχολειά, προπαντός στη Στρατιωτική Σχολή,
έψαξα να βρω κάποιον τρόπο για ν' αντιμετωπίσω ενδεχόμενες
καινούριες κοροϊδίες.
Σκέφτηκα τα εξής:
1. Δε θα προσποιόμουνα τον αδιάφορο μπρος στις
κοροϊδίες. Πραγματικά θ' αδιαφορούσα.
2. Και το κυριότερο, όλους θα τους κορόϊδευα. Μ'
άλλα λόγια, θα τους αφόπλιζα.
Έτσι κι έκανα. 'Aρχισα να κοροϊδεύω τους πάντες και τα
πάντα. Κόλλησα σε όλους παρατσούκλια. Οι συμμαθητές μου
και σήμερα με το παρατσούκλι αυτό είναι γνωστοί. Είχα κι εγώ
το παρατσούκλι μου. Εγώ το είχα κολλήσει στον εαυτό μου. Με
λέγανε "Ο Τρίχας" και είχαν την εντύπωση πως το παρατσούκλι
μου ήταν δικό τους εύρημα. Κι όμως εγώ το πρωτοείπα. Ο
μοναδικός τρόπος για να εμποδίσεις τους άλλους να σε
κοροϊδεύουν είναι να κοροϊδεύεις εσύ τον ίδιο τον εαυτό σου. Η
αυτοκοροϊδία δίνει στον άνθρωπο ωριμότητα.
Οι κοροϊδίες μου ήταν φαρμακερές. Οι συμμαθητές μου με
φοβούνταν, με αποφεύγανε. Και κανείς δεν τολμούσε να με
κοροϊδέψει. Αυτό λοιπόν που άρχισα να κάνω στα παιδικά μου
χρόνια, μόνο και μόνο για να αμυνθώ, με έκανε ν' αποχτήσω με
τον καιρό την ικανότητα του ευθυμογράφου που έγινε τέχνη
μου, δουλειά μου. Χάρη σ' αυτήν εξασφάλισα τη ζωή μου,
καθώς και τη δική σας ζωή. Μου έδωσε τη δυνατότητα να σας
σπουδάσω στο εξωτερικό. Αυτή λοιπόν είναι ιστορία του
ευθυμογράφου πατέρα σου...
No comments:
Post a Comment