ΒΡΗΚΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, κάτω απ' το τραπέζι, ένα
σημειωματάριο. Ρώτησα τους σπιτικούς μην ήταν δικό τους. Δεν
ανήκε σε κανέναν. Ήταν ένα όμορφο και κομψό σημειωματάριομε μπλε εξώφυλλο και χρυσά γράμματα. Άρχισα να το
ξεφυλλίζω, για να καταλάβω ποιανού ήταν. Ξαφνιάστηκα κιόλας
απ' το κοίταγμα της πρώτης σελίδας. Ήταν γραμμένο τ' όνομα
ενός υψηλού προσώπου, η διεύθυνση του σπιτιού του, ο
αριθμός τηλεφώνου. Γύρισα τη δεύτερη σελίδα, κι εκεί, το ένα
κάτω από το άλλο, τα ονόματα τριών προσωπικοτήτων, με τη
διεύθυνση του σπιτιού τους και τον αριθμό του τηλεφώνου.
Όσο γύριζα τις σελίδες, τόσο μεγάλωνε και η έκπληξή μου. Το
σημειωματάριο ήταν γεμάτο με τις διευθύνσεις γνωστών
ανωτέρων κυβερνητικών υπαλλήλων, οικονομολόγων και
άλλων. Ο κατώτερος βαθμός της κρατικής ιεραρχίας, ανάμεσά
τους, ήταν ο βαθμός του Γενικού Διευθυντή... Πρόσεξα και κάτι
άλλο: στο σημειωματάριο αυτό, ήταν καταχωρισμένα τα
ονόματα των πιο δυναμικών πολιτικών του τόπου μας.
Όποιος και να 'ταν στη θέση μου, θα δοκίμαζε την ίδια μ'
εμένα αμηχανία. Το σημειωματάριο αυτό με τις διευθύνσεις
σημαινόντων προσώπων μοιάζει σαν μπόμπα έτοιμη να σκάσει.
Το δίχως άλλο θα το άφησε σπίτι μου κρυφά κάποιος εχθρός
μου. Με κυρίεψε ένας ανεξήγητος φόβος. Μπορεί να χτυπήσει
ξαφνικά η πόρτα, να χυμήξουν μέσα χαφιέδες και να μου πουν:
-Βγάλε το σημειωματάριο!
Εγώ τρέμοντας θα ρωτήσω:
- Τι σημειωματάριο ζητάτε;
Θα ψάξουν το δωμάτιό μου. Θα βρουν το σημειωματάριο
κάτω απ' το τραπέζι, λες και το βάλανε εκεί οι ίδιοι, με τα χέρια
τους.
Ξέρω πολύ καλά αυτό που θα συμβεί. Ο παλιάνθρωπος που
άφησε ξεπίτηδες σπίτι μου αυτό το σημειωματάριο, θα
ειδοποίησε κιόλας την αστυνομία. Φως φανάρι πως έπεσα σε
μεγάλη παγίδα...
Όταν θα βρουν το σημειωματάριο οι αστυνομικοί θ'
αρχίσουν να λένε:
— Ομολόγησε!... Βαστάς μητρώο κι έγραψες σ' αυτό το
σημειωματάριο τα ονόματα τόσων υψηλών προσώπων; Για να
κάνεις εκβιασμούς, ε; Ίσως και καμιά δολοφονία;
Αμάν, Γιαραμπή μου!... Τι να τους πω; Σάμπως θα με
πιστέψουν;
Πρέπει αμέσως να το κάψω το σημειωματάριο και τη
στάχτη του να τη σκορπίσω στους τέσσερις ανέμους. Ποιος
άτιμος να μου σκάρωσε αυτή τη δουλειά;
Είχαν έρθει το βράδυ τρεις φίλοι μου στο σπίτι. Αδύνατο
να κάνουν αυτοί τέτοιο πράγμα. Ο ένας είναι υφηγητής στο
Πανεπιστήμιο, ο άλλος βιβλιοθηκάριος και ο τρίτος φιλόλογος...
Την ώρα που ήμουνα έτοιμος να κάψω το σημειωματάριο
στο μπάνιο, χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο φίλος μου ο Χαλίτ,
βιβλιοθηκάριος του Πανεπιστημίου, που 'χε έρθει και χτες το
βράδυ. Ήταν κι αυτός ανήσυχος σαν κι εμένα.
— Τι έχεις; μου λέει, σε βλέπω πολύ ωχρό.
Τον ρωτάω κι εγώ:
— Τι χάλια είναι αυτά, πώς είσαι έτσι;
— Αμάν, μήπως μου 'πεσε χτες το βράδυ κανένα
σημειωματάριο;
Του το 'δειξα:
—Μήπως είναι αυτό;
Το άρπαξε απ' το χέρι μου.
— Αμάν, αυτό είναι... Δεν μπορώ να σου εξηγήσω πόσο
στενοχωρήθηκα, νομίζοντας ότι το 'χασα...
Τον έπιασα αγκαζέ και τον οδήγησα στο δωμάτιο όπου έχω
το γραφείο μου.
— Πήγα να πεθάνω από το φόβο μου, του είπα. Πες μου
τώρα την αλήθεια, τι τις θέλεις τις διευθύνσεις τόσων
προσωπικοτήτων; Αυτή τη φορά απόρησε ο φίλος μου:
— Δεν έχεις εσύ τέτοιο σημειωματάριο με διευθύνσεις;
— Όοοχι...
— Αμάν, φρόντισε να κάνεις ένα τέτοιο και να το 'χεις στην
τσέπη σου. Κάτσε να σου εξηγήσω, γιατί έγραψα στο
σημειωματάριο αυτές τις διευθύνσεις. Μ' έπιασε η μανία να
μαζεύω πένες. Μερικές τις αγόρασα, μερικές μου τις χάρισαν.
Έφτασα να 'χω στις τσέπες μου δέκα, δεκαπέντε τέτοιες πένες.
Είχα πάει στο ξενοδοχείο να δω ένα Γερμανό φίλο μου ποιητή,
που είχε έρθει από τη Γερμανία. Σαν έμαθε ότι κάνω συλλογή
από πένες, μου χάρισε κι αυτός μία. Μόλις βγήκα απ' το
ξενοδοχείο, δεν άντεξα στον πειρασμό, κι όταν έστριψα στη
γωνιά, είπα να εξετάσω την πένα. Ξέρεις, πάντα κουβαλάω στην
τσέπη μου λούπα. Κοίταξα με τη λούπα την άκρη της πένας.
Μου φάνηκε πως ήταν χοντρή η μύτη. Έγραψα τυχαία δυο
λέξεις στο σημειωματάριο. Δυο λέξεις που ήρθαν στο νου μου
εκείνη τη στιγμή: «Λεπτή και κομψή». Για να ξύνω τις μύτες
από τις πένες έχω μαζί μου πάντα ένα πολύ λεπτό σμυριδόχαρτο
σαν κι αυτά που έχουν οι χρυσοχόοι. Πήρα τη λούπα στο χέρι
μου κι ενώ εξέταζα άλλη μια φορά τη μύτη της πένας, δυο χέρα
με άρπαξαν απ' τους ώμους:
— Τι κάνεις εκεί;
— Εγώ; Τίποτα... Να, εξετάζω την πένα.
— Χι χι χίιι... Πένα ε; Τι δουλειά κάνεις;
— Εγώ, στο Πανεπιστήμιο...
Δεν πρόλαβα να τελειώσω την κουβέντα μου, και:
— Λοιπόν, καθηγητής ε... Βάι τον καθηγητή, βάι...
Ο ένας απ' αυτούς, μ' έσπρωξε με τον αγκώνα του στο
αριστερό πλευρό μου λέγοντας:
— Προχώρα να δούμε.
— Αμάν, μπέηδες... Κάποιο λάθος θα κάνετε...
— Περπάτααα... βρέεε...
Άρχισα να περπατάω, μόλις έφαγα σπρωξιά και στο δεξί
μου πλευρό. Αν σε βαστάει, μην περπατάς... Πήγαμε στο
καρακόλι. Με ρίξανε σε μια κάμαρα. Περίμενα, ούτε φωνή, ούτε
ακρόαση... Ύστερα από κάμποση ώρα φάνηκε ένας:
— Γονάτισε ! μου λέει.
— Δε γονατίζω...
— Α, ώστε έτσι ε; Βάι, τον καθηγητή, βάι... Βγάλε ό,τι
έχεις επάνω σου... Έβγαλα ό,τι είχα επάνω μου και τ'
ακούμπησα στο τραπέζι˙ δεκατέσσερις πένες, δύο βιβλία, ένα
σημειωματάριο, μια λούπα, και δύο φύλλα σμυριδόχαρτο...
Εδειξε τις πένες:
— Τι είναι αυτά;
— Πένες...
— Χι χι χίιι... Πένες έ; Βάι τον καθηγητή, βάι... Δεν ήμουνα
σε θέση να πω ότι δεν είμαι καθηγητής αλλά βιβλιοθη κάριος στο
Πανεπιστήμιο. Πήρε στο χέρι του τη λούπα:
— Αυτό τι είναι;
— Λούπα...
— Λούπα έ; Βάι τον καθηγητή, βάι...
Ήρθαν άλλοι τρεις. Όλοι μαζί άρχισαν να με ανακρίνουν.
Ένας πήρε το σμυριδόχαρτο:
— Τι είναι αυτό;
— Σμυριδόχαρτο.
— Βρε τι λογής σμυριδόχαρτο είναι αυτό. Δεν έχει ίχνος
σμυρίγδι. Ποιανού τα πουλάς αυτά;
— Είναι ψιλό σμυριδόχαρτο, απ' αυτό που χρησιμοποιούν
οι χρυσοχόοι...
— Χι χι, χίιι. Ψιλό σμυριδόχαρτο ε; Βάι, τον καθηγητή,
βάι... Μου 'δωσε και μια σπρωξιά με τον ώμο του. Βλέπω ότι θα
'χω άσχημα ξεμπερδέματα.
— Μπέηδες μου, τους λέω, κάποιο λάθος θα 'χει γίνει...
Δεν ξέρω για ποια αιτία με φέρατε εδώ, όμως εμένα με ξέρουνε
όλοι οι δημοσιογράφοι και οι πανεπιστημιακοί. Δεν είμαι εγώ για
τέτοιες ανακρίσεις.
Αυτός που σκάλιζε το σημειωματάριο με μάλωσε, λέγοντας
«Σσστ!» Ύστερα λάμψανε μεμιάς τα μάτια του. Έδειξε τις λέξεις
που είχα σημειώσει πριν από λίγη ώρα, για να δοκιμάσω την
πένα.
— Τι γράφει εδώ;
— Λεπτή και κομψή...
— Λεπτή και κομψή, ε;
— Ναι, λεπτή και κομψή...
— Και τι σημαίνει αυτό;
— Τίποτα δε σημαίνει...
— Τότε γιατί το 'γραψες;
— Να, δοκίμαζα τη μύτη της πένας και...
— Α, ώστε έτσι... Καλά, δε βρήκες τίποτε άλλο να γράψεις
κι έγραψες αυτό; Η αλήθεια είναι πως δεν το είχα σκεφθεί
καθόλου...
—Δεν ξέρω, αυτό ήρθε στο νου μου, αυτό έγραψα...
—Χι χι χίιι... Λεπτή και κομψή, ε; Τώρα θα σου δείξω
εγώ...
— Αυτό θυμήθηκες, ε; Γιατί δεν ήρθε στο νου σου τίποτε
άλλο;
Ο ένας απ' αυτούς πήγε κοντά στη δακτυλογράφο. Άρχισε
να υπαγορεύει τα πρακτικά. Μ' έπιασε ένας φόβος... Μήπως
αυτό που είχα γράψει τυχαία, «λεπτή και κομψή», ήταν
κρυπτογράφημα κανενός δικτύου κατασκοπείας; Δεκατέσσερις
πένες, το σημειωματάριο, η λούπα, δύο βιβλία, το σμυριδόχαρτο
του χρυσοχόου, το «λεπτή και κομψή». 'Όποιος και να 'ναι θα
υποψιαστεί. Δεν ήξερα τι να κάνω. Όλα αυτά τα κατέγραψε
ένας και κάποιος άλλος όλο και σκάλιζε το σημειωματάριο. Για
όλα αυτά τα αντικείμενα που είχαν βρεθεί πάνω μου, μπορούσα
να δικαιολογηθώ. Όμως εκείνο το «λεπτή και κομψή», πώς θα
το δικαιολογούσα; Πού στο διάολο ήρθαν αυτές οι λέξεις στην
άκρια τηςπένας μου; Δεν ήταν να γράψω τίποτε άλλο;
Αυτός που σκάλιζε το σημειωματάριο στάθηκε ξαφνικά σε
μια σελίδα. Ύστερα έδειξε εκείνη τη σελίδα στους άλλους. Κάτι
ψιθύρισαν μεταξύ τους. Ξαφνικά άλλαξαν στάση απέναντί μου.
Αυτός που σκάλιζε το σημειωματάριο μου έδειξε μια διεύθυνση
που ήταν γραμμένη εκεί:
— Με συγχωρείτε, μπέη εφέντη, λέει, τι σας είναι αυτός
εδώ;
— Παλιός συμμαθητής μου. Ανταμώσαμε προχτές. Μου
είχε κάνει το τραπέζι. Μου 'δωσε τη διεύθυνσή του και την
έγραψα στο σημειωματάριο.
Αυτά που έλεγα ήταν σωστά. Είχα δει ένα φίλο που είχα
πολλά χρόνια να τον δω. Ούτε ήξερα πως ήταν Γενικός
Διευθυντής.
Μου λέει μ' ένα ντροπαλό χαμόγελο αυτός που κρατούσε
στο χέρι το σημειωματάριο:
— Α ώστε έτσι... Ο κύριος Γενικός Διευθυντής είναι στενός
φίλος της εξοχότητάς σας...
— Βέβαια... Μάλιστα στο σχολειό τον φωνάζαμε Τιρτίκ
Ριζά...
— Ευχαριστήθηκα πολύ, μπέη εφέντη... Γιατί δεν
κάθεστε... Ορίστε σας παρακαλώ.
Ύστερα γύρισε στο συνάδελφό του.
— Τζάνουμ, γιατί φέρατε εδώ τον μπέη εφέντη; —
Γυρίζοντας σ' εμένα — Μπουγιούρουν εφέντη μ'...
Μπουγιούρουν εφέντη μ'...
Εγώ μπροστά και πίσω αυτοί, μπήκαμε σ' ένα επιπλωμένο
δωμάτιο. Μ' έβαλαν να καθίσω σε μια πολυθρόνα. Λέει ένας απ'
αυτούς:
— Κάνει ζέστη σήμερα. Θα διατάξετε να σας φέρουμε μια
παγωμένη γκαζόζα;
— Ωωω, παρακαλώ...
Ήρθαν οι γκαζόζες. Μείναμε οι δυο μας, οι άλλοι φύγανε.
Με ρώτησε ο απεναντινός μου:
— Εφέντη μ', σε τι οφείλεται η επίσκεψή σας; Μήπως
επιθυμείτε τίποτε;
Αλλάχ, Αλλάχ... Καλέ τι να επιθυμώ; Δε με φέρανε
σηκωτόν εδώ; Να του πω ότι με φέρανε με τις σπρωξιές και με
γροθιές, θα ήταν ντροπή, μια που μου δείχνουν τώρα τέτοια
λεπτότητα. Λέω κι εγώ:
— Εφέντη μ', έτσι ήρθα να σας κάνω μια επίσκεψη, για να
ρωτήσω πώς πάν' τα κέφια σας.
— Αμάν, εφέντη μ', σας ευχαριστούμε πολύ. Να είστε
καλά... Μας δώσατε μεγάλη χαρά. Αμάν, τι τιμή ήταν αυτή...
Σκέφτηκα να τα μαζέψω προτού να χαλάσει πάλι ο καιρός
που έφτιαξε πριν από λίγο, λέγοντας:
— Θα σας παρακαλέσω να μου επιτρέψετε, μπέη εφέντη...
Σηκώθηκε στο πόδι και με συνόδεψε ως την έξοδο.
Για να γλιτώσω απ' τα χέρια τους, τάχυνα το βήμα μου. Θα
ήταν ντροπή να ζητούσα τις πένες, το σημειωματάριο, τη
λούπα. Σα να τους θύμιζα το λάθος τους... Έτρεξε από πίσω μου
κάποιος:
— Μπέη εφέντη... Μπέη εφέντη... Κύριε καθηγητά...
Εφέντη μ', ξεχάσατε τα πράγματά σας.
Είχε φέρει τα πράγματά μου.
— Στ' αλήθεια, είστε φίλος του Γενικού Διευθυντή;
— Ναι, γιατί ρωτάτε;
— Να, έτσι, τώρα έγινε της μόδας... Ο καθένας γράφει στο
σημειωματάριό του ονόματα και διευθύνσεις υψηλών
προσώπων. Με καταλαβαίνετε; Μ' αυτό τον τρόπο τη γλιτώνουν
λέγοντας ότι είναι φίλοι τους. Πού να ξέρουμε αν είναι ή δεν
είναι φίλοι τους. Ώστε εσείς είστε στ' αλήθεια φίλος του.
— Ναι.
— Μπέη εφέντη, σ' αυτό το χαρτί έγραψα τα στοιχεία μου.
Δεν ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται, τι δε γίνεται... Αν ξαναδείτε
καμιά φορά τον κύριο Γενικό...
Αφού μου εξιστόρησε ο Χαλίτ τα όσα τράβηξε πρόσθεσε:
— Λοιπόν, από κείνη τη μέρα κι ύστερα, όπου βρω
διευθύνσεις υψηλών προσώπων, τους ξέρω δεν τους ξέρω, τις
σημειώνω αμέσως στο σημειωματάριο. Αδερφέ μου, έσπασε η
χολή μου, νομίζοντας πως το 'χασα. Αυτές οι διευθύνσεις είναι
κάτι σαν ασφάλεια ζωής... Αμάν, καν 'το κι εσύ. Πρόσεξε όμως
σε κάτι. Αν τυχόν και παραιτηθεί κανείς απ' αυτούς, ή εξέλθει
της υπηρεσίας λόγω υγείας ή λόγω γήρατος ή γίνει
συνταξιούχος, θα τον διαγράψεις αμέσως από το
σημειωματάριο. Αλλιώς θα χώσεις για καλά το κεφάλι σου σε
μπελά... Ώστε εσύ δεν είχες χαμπάρι απ' αυτά τα πράγματα...
— Δεν είχα.
— Μπα σε καλό σου... Αδερφάκι μου, τώρα ο καθένας έχει
στην τσέπη του από ένα τέτοιο σημειωματάριο για να φυλάγεται
από ατυχήματα και από μπελάδες. Ξέρεις τι σε περιμένει όταν
βγεις απ' αυτή την πόρτα; Θυμάσαι, άλλοτε φορούσαν οι
άνθρωποι φυλαχτά, με γραμμένα διάφορα ξόρκια για να
προφυλαχτούν από τις αρρώστιες και από την κακιά την ώρα...
Τώρα, αντί για ξόρκια είναι γραμμένες αυτές οι διευθύνσεις. Και
είναι εκατό τοις εκατό αποτελεσματικές.
ανήκε σε κανέναν. Ήταν ένα όμορφο και κομψό σημειωματάριομε μπλε εξώφυλλο και χρυσά γράμματα. Άρχισα να το
ξεφυλλίζω, για να καταλάβω ποιανού ήταν. Ξαφνιάστηκα κιόλας
απ' το κοίταγμα της πρώτης σελίδας. Ήταν γραμμένο τ' όνομα
ενός υψηλού προσώπου, η διεύθυνση του σπιτιού του, ο
αριθμός τηλεφώνου. Γύρισα τη δεύτερη σελίδα, κι εκεί, το ένα
κάτω από το άλλο, τα ονόματα τριών προσωπικοτήτων, με τη
διεύθυνση του σπιτιού τους και τον αριθμό του τηλεφώνου.
Όσο γύριζα τις σελίδες, τόσο μεγάλωνε και η έκπληξή μου. Το
σημειωματάριο ήταν γεμάτο με τις διευθύνσεις γνωστών
ανωτέρων κυβερνητικών υπαλλήλων, οικονομολόγων και
άλλων. Ο κατώτερος βαθμός της κρατικής ιεραρχίας, ανάμεσά
τους, ήταν ο βαθμός του Γενικού Διευθυντή... Πρόσεξα και κάτι
άλλο: στο σημειωματάριο αυτό, ήταν καταχωρισμένα τα
ονόματα των πιο δυναμικών πολιτικών του τόπου μας.
Όποιος και να 'ταν στη θέση μου, θα δοκίμαζε την ίδια μ'
εμένα αμηχανία. Το σημειωματάριο αυτό με τις διευθύνσεις
σημαινόντων προσώπων μοιάζει σαν μπόμπα έτοιμη να σκάσει.
Το δίχως άλλο θα το άφησε σπίτι μου κρυφά κάποιος εχθρός
μου. Με κυρίεψε ένας ανεξήγητος φόβος. Μπορεί να χτυπήσει
ξαφνικά η πόρτα, να χυμήξουν μέσα χαφιέδες και να μου πουν:
-Βγάλε το σημειωματάριο!
Εγώ τρέμοντας θα ρωτήσω:
- Τι σημειωματάριο ζητάτε;
Θα ψάξουν το δωμάτιό μου. Θα βρουν το σημειωματάριο
κάτω απ' το τραπέζι, λες και το βάλανε εκεί οι ίδιοι, με τα χέρια
τους.
Ξέρω πολύ καλά αυτό που θα συμβεί. Ο παλιάνθρωπος που
άφησε ξεπίτηδες σπίτι μου αυτό το σημειωματάριο, θα
ειδοποίησε κιόλας την αστυνομία. Φως φανάρι πως έπεσα σε
μεγάλη παγίδα...
Όταν θα βρουν το σημειωματάριο οι αστυνομικοί θ'
αρχίσουν να λένε:
— Ομολόγησε!... Βαστάς μητρώο κι έγραψες σ' αυτό το
σημειωματάριο τα ονόματα τόσων υψηλών προσώπων; Για να
κάνεις εκβιασμούς, ε; Ίσως και καμιά δολοφονία;
Αμάν, Γιαραμπή μου!... Τι να τους πω; Σάμπως θα με
πιστέψουν;
Πρέπει αμέσως να το κάψω το σημειωματάριο και τη
στάχτη του να τη σκορπίσω στους τέσσερις ανέμους. Ποιος
άτιμος να μου σκάρωσε αυτή τη δουλειά;
Είχαν έρθει το βράδυ τρεις φίλοι μου στο σπίτι. Αδύνατο
να κάνουν αυτοί τέτοιο πράγμα. Ο ένας είναι υφηγητής στο
Πανεπιστήμιο, ο άλλος βιβλιοθηκάριος και ο τρίτος φιλόλογος...
Την ώρα που ήμουνα έτοιμος να κάψω το σημειωματάριο
στο μπάνιο, χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο φίλος μου ο Χαλίτ,
βιβλιοθηκάριος του Πανεπιστημίου, που 'χε έρθει και χτες το
βράδυ. Ήταν κι αυτός ανήσυχος σαν κι εμένα.
— Τι έχεις; μου λέει, σε βλέπω πολύ ωχρό.
Τον ρωτάω κι εγώ:
— Τι χάλια είναι αυτά, πώς είσαι έτσι;
— Αμάν, μήπως μου 'πεσε χτες το βράδυ κανένα
σημειωματάριο;
Του το 'δειξα:
—Μήπως είναι αυτό;
Το άρπαξε απ' το χέρι μου.
— Αμάν, αυτό είναι... Δεν μπορώ να σου εξηγήσω πόσο
στενοχωρήθηκα, νομίζοντας ότι το 'χασα...
Τον έπιασα αγκαζέ και τον οδήγησα στο δωμάτιο όπου έχω
το γραφείο μου.
— Πήγα να πεθάνω από το φόβο μου, του είπα. Πες μου
τώρα την αλήθεια, τι τις θέλεις τις διευθύνσεις τόσων
προσωπικοτήτων; Αυτή τη φορά απόρησε ο φίλος μου:
— Δεν έχεις εσύ τέτοιο σημειωματάριο με διευθύνσεις;
— Όοοχι...
— Αμάν, φρόντισε να κάνεις ένα τέτοιο και να το 'χεις στην
τσέπη σου. Κάτσε να σου εξηγήσω, γιατί έγραψα στο
σημειωματάριο αυτές τις διευθύνσεις. Μ' έπιασε η μανία να
μαζεύω πένες. Μερικές τις αγόρασα, μερικές μου τις χάρισαν.
Έφτασα να 'χω στις τσέπες μου δέκα, δεκαπέντε τέτοιες πένες.
Είχα πάει στο ξενοδοχείο να δω ένα Γερμανό φίλο μου ποιητή,
που είχε έρθει από τη Γερμανία. Σαν έμαθε ότι κάνω συλλογή
από πένες, μου χάρισε κι αυτός μία. Μόλις βγήκα απ' το
ξενοδοχείο, δεν άντεξα στον πειρασμό, κι όταν έστριψα στη
γωνιά, είπα να εξετάσω την πένα. Ξέρεις, πάντα κουβαλάω στην
τσέπη μου λούπα. Κοίταξα με τη λούπα την άκρη της πένας.
Μου φάνηκε πως ήταν χοντρή η μύτη. Έγραψα τυχαία δυο
λέξεις στο σημειωματάριο. Δυο λέξεις που ήρθαν στο νου μου
εκείνη τη στιγμή: «Λεπτή και κομψή». Για να ξύνω τις μύτες
από τις πένες έχω μαζί μου πάντα ένα πολύ λεπτό σμυριδόχαρτο
σαν κι αυτά που έχουν οι χρυσοχόοι. Πήρα τη λούπα στο χέρι
μου κι ενώ εξέταζα άλλη μια φορά τη μύτη της πένας, δυο χέρα
με άρπαξαν απ' τους ώμους:
— Τι κάνεις εκεί;
— Εγώ; Τίποτα... Να, εξετάζω την πένα.
— Χι χι χίιι... Πένα ε; Τι δουλειά κάνεις;
— Εγώ, στο Πανεπιστήμιο...
Δεν πρόλαβα να τελειώσω την κουβέντα μου, και:
— Λοιπόν, καθηγητής ε... Βάι τον καθηγητή, βάι...
Ο ένας απ' αυτούς, μ' έσπρωξε με τον αγκώνα του στο
αριστερό πλευρό μου λέγοντας:
— Προχώρα να δούμε.
— Αμάν, μπέηδες... Κάποιο λάθος θα κάνετε...
— Περπάτααα... βρέεε...
Άρχισα να περπατάω, μόλις έφαγα σπρωξιά και στο δεξί
μου πλευρό. Αν σε βαστάει, μην περπατάς... Πήγαμε στο
καρακόλι. Με ρίξανε σε μια κάμαρα. Περίμενα, ούτε φωνή, ούτε
ακρόαση... Ύστερα από κάμποση ώρα φάνηκε ένας:
— Γονάτισε ! μου λέει.
— Δε γονατίζω...
— Α, ώστε έτσι ε; Βάι, τον καθηγητή, βάι... Βγάλε ό,τι
έχεις επάνω σου... Έβγαλα ό,τι είχα επάνω μου και τ'
ακούμπησα στο τραπέζι˙ δεκατέσσερις πένες, δύο βιβλία, ένα
σημειωματάριο, μια λούπα, και δύο φύλλα σμυριδόχαρτο...
Εδειξε τις πένες:
— Τι είναι αυτά;
— Πένες...
— Χι χι χίιι... Πένες έ; Βάι τον καθηγητή, βάι... Δεν ήμουνα
σε θέση να πω ότι δεν είμαι καθηγητής αλλά βιβλιοθη κάριος στο
Πανεπιστήμιο. Πήρε στο χέρι του τη λούπα:
— Αυτό τι είναι;
— Λούπα...
— Λούπα έ; Βάι τον καθηγητή, βάι...
Ήρθαν άλλοι τρεις. Όλοι μαζί άρχισαν να με ανακρίνουν.
Ένας πήρε το σμυριδόχαρτο:
— Τι είναι αυτό;
— Σμυριδόχαρτο.
— Βρε τι λογής σμυριδόχαρτο είναι αυτό. Δεν έχει ίχνος
σμυρίγδι. Ποιανού τα πουλάς αυτά;
— Είναι ψιλό σμυριδόχαρτο, απ' αυτό που χρησιμοποιούν
οι χρυσοχόοι...
— Χι χι, χίιι. Ψιλό σμυριδόχαρτο ε; Βάι, τον καθηγητή,
βάι... Μου 'δωσε και μια σπρωξιά με τον ώμο του. Βλέπω ότι θα
'χω άσχημα ξεμπερδέματα.
— Μπέηδες μου, τους λέω, κάποιο λάθος θα 'χει γίνει...
Δεν ξέρω για ποια αιτία με φέρατε εδώ, όμως εμένα με ξέρουνε
όλοι οι δημοσιογράφοι και οι πανεπιστημιακοί. Δεν είμαι εγώ για
τέτοιες ανακρίσεις.
Αυτός που σκάλιζε το σημειωματάριο με μάλωσε, λέγοντας
«Σσστ!» Ύστερα λάμψανε μεμιάς τα μάτια του. Έδειξε τις λέξεις
που είχα σημειώσει πριν από λίγη ώρα, για να δοκιμάσω την
πένα.
— Τι γράφει εδώ;
— Λεπτή και κομψή...
— Λεπτή και κομψή, ε;
— Ναι, λεπτή και κομψή...
— Και τι σημαίνει αυτό;
— Τίποτα δε σημαίνει...
— Τότε γιατί το 'γραψες;
— Να, δοκίμαζα τη μύτη της πένας και...
— Α, ώστε έτσι... Καλά, δε βρήκες τίποτε άλλο να γράψεις
κι έγραψες αυτό; Η αλήθεια είναι πως δεν το είχα σκεφθεί
καθόλου...
—Δεν ξέρω, αυτό ήρθε στο νου μου, αυτό έγραψα...
—Χι χι χίιι... Λεπτή και κομψή, ε; Τώρα θα σου δείξω
εγώ...
— Αυτό θυμήθηκες, ε; Γιατί δεν ήρθε στο νου σου τίποτε
άλλο;
Ο ένας απ' αυτούς πήγε κοντά στη δακτυλογράφο. Άρχισε
να υπαγορεύει τα πρακτικά. Μ' έπιασε ένας φόβος... Μήπως
αυτό που είχα γράψει τυχαία, «λεπτή και κομψή», ήταν
κρυπτογράφημα κανενός δικτύου κατασκοπείας; Δεκατέσσερις
πένες, το σημειωματάριο, η λούπα, δύο βιβλία, το σμυριδόχαρτο
του χρυσοχόου, το «λεπτή και κομψή». 'Όποιος και να 'ναι θα
υποψιαστεί. Δεν ήξερα τι να κάνω. Όλα αυτά τα κατέγραψε
ένας και κάποιος άλλος όλο και σκάλιζε το σημειωματάριο. Για
όλα αυτά τα αντικείμενα που είχαν βρεθεί πάνω μου, μπορούσα
να δικαιολογηθώ. Όμως εκείνο το «λεπτή και κομψή», πώς θα
το δικαιολογούσα; Πού στο διάολο ήρθαν αυτές οι λέξεις στην
άκρια τηςπένας μου; Δεν ήταν να γράψω τίποτε άλλο;
Αυτός που σκάλιζε το σημειωματάριο στάθηκε ξαφνικά σε
μια σελίδα. Ύστερα έδειξε εκείνη τη σελίδα στους άλλους. Κάτι
ψιθύρισαν μεταξύ τους. Ξαφνικά άλλαξαν στάση απέναντί μου.
Αυτός που σκάλιζε το σημειωματάριο μου έδειξε μια διεύθυνση
που ήταν γραμμένη εκεί:
— Με συγχωρείτε, μπέη εφέντη, λέει, τι σας είναι αυτός
εδώ;
— Παλιός συμμαθητής μου. Ανταμώσαμε προχτές. Μου
είχε κάνει το τραπέζι. Μου 'δωσε τη διεύθυνσή του και την
έγραψα στο σημειωματάριο.
Αυτά που έλεγα ήταν σωστά. Είχα δει ένα φίλο που είχα
πολλά χρόνια να τον δω. Ούτε ήξερα πως ήταν Γενικός
Διευθυντής.
Μου λέει μ' ένα ντροπαλό χαμόγελο αυτός που κρατούσε
στο χέρι το σημειωματάριο:
— Α ώστε έτσι... Ο κύριος Γενικός Διευθυντής είναι στενός
φίλος της εξοχότητάς σας...
— Βέβαια... Μάλιστα στο σχολειό τον φωνάζαμε Τιρτίκ
Ριζά...
— Ευχαριστήθηκα πολύ, μπέη εφέντη... Γιατί δεν
κάθεστε... Ορίστε σας παρακαλώ.
Ύστερα γύρισε στο συνάδελφό του.
— Τζάνουμ, γιατί φέρατε εδώ τον μπέη εφέντη; —
Γυρίζοντας σ' εμένα — Μπουγιούρουν εφέντη μ'...
Μπουγιούρουν εφέντη μ'...
Εγώ μπροστά και πίσω αυτοί, μπήκαμε σ' ένα επιπλωμένο
δωμάτιο. Μ' έβαλαν να καθίσω σε μια πολυθρόνα. Λέει ένας απ'
αυτούς:
— Κάνει ζέστη σήμερα. Θα διατάξετε να σας φέρουμε μια
παγωμένη γκαζόζα;
— Ωωω, παρακαλώ...
Ήρθαν οι γκαζόζες. Μείναμε οι δυο μας, οι άλλοι φύγανε.
Με ρώτησε ο απεναντινός μου:
— Εφέντη μ', σε τι οφείλεται η επίσκεψή σας; Μήπως
επιθυμείτε τίποτε;
Αλλάχ, Αλλάχ... Καλέ τι να επιθυμώ; Δε με φέρανε
σηκωτόν εδώ; Να του πω ότι με φέρανε με τις σπρωξιές και με
γροθιές, θα ήταν ντροπή, μια που μου δείχνουν τώρα τέτοια
λεπτότητα. Λέω κι εγώ:
— Εφέντη μ', έτσι ήρθα να σας κάνω μια επίσκεψη, για να
ρωτήσω πώς πάν' τα κέφια σας.
— Αμάν, εφέντη μ', σας ευχαριστούμε πολύ. Να είστε
καλά... Μας δώσατε μεγάλη χαρά. Αμάν, τι τιμή ήταν αυτή...
Σκέφτηκα να τα μαζέψω προτού να χαλάσει πάλι ο καιρός
που έφτιαξε πριν από λίγο, λέγοντας:
— Θα σας παρακαλέσω να μου επιτρέψετε, μπέη εφέντη...
Σηκώθηκε στο πόδι και με συνόδεψε ως την έξοδο.
Για να γλιτώσω απ' τα χέρια τους, τάχυνα το βήμα μου. Θα
ήταν ντροπή να ζητούσα τις πένες, το σημειωματάριο, τη
λούπα. Σα να τους θύμιζα το λάθος τους... Έτρεξε από πίσω μου
κάποιος:
— Μπέη εφέντη... Μπέη εφέντη... Κύριε καθηγητά...
Εφέντη μ', ξεχάσατε τα πράγματά σας.
Είχε φέρει τα πράγματά μου.
— Στ' αλήθεια, είστε φίλος του Γενικού Διευθυντή;
— Ναι, γιατί ρωτάτε;
— Να, έτσι, τώρα έγινε της μόδας... Ο καθένας γράφει στο
σημειωματάριό του ονόματα και διευθύνσεις υψηλών
προσώπων. Με καταλαβαίνετε; Μ' αυτό τον τρόπο τη γλιτώνουν
λέγοντας ότι είναι φίλοι τους. Πού να ξέρουμε αν είναι ή δεν
είναι φίλοι τους. Ώστε εσείς είστε στ' αλήθεια φίλος του.
— Ναι.
— Μπέη εφέντη, σ' αυτό το χαρτί έγραψα τα στοιχεία μου.
Δεν ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται, τι δε γίνεται... Αν ξαναδείτε
καμιά φορά τον κύριο Γενικό...
Αφού μου εξιστόρησε ο Χαλίτ τα όσα τράβηξε πρόσθεσε:
— Λοιπόν, από κείνη τη μέρα κι ύστερα, όπου βρω
διευθύνσεις υψηλών προσώπων, τους ξέρω δεν τους ξέρω, τις
σημειώνω αμέσως στο σημειωματάριο. Αδερφέ μου, έσπασε η
χολή μου, νομίζοντας πως το 'χασα. Αυτές οι διευθύνσεις είναι
κάτι σαν ασφάλεια ζωής... Αμάν, καν 'το κι εσύ. Πρόσεξε όμως
σε κάτι. Αν τυχόν και παραιτηθεί κανείς απ' αυτούς, ή εξέλθει
της υπηρεσίας λόγω υγείας ή λόγω γήρατος ή γίνει
συνταξιούχος, θα τον διαγράψεις αμέσως από το
σημειωματάριο. Αλλιώς θα χώσεις για καλά το κεφάλι σου σε
μπελά... Ώστε εσύ δεν είχες χαμπάρι απ' αυτά τα πράγματα...
— Δεν είχα.
— Μπα σε καλό σου... Αδερφάκι μου, τώρα ο καθένας έχει
στην τσέπη του από ένα τέτοιο σημειωματάριο για να φυλάγεται
από ατυχήματα και από μπελάδες. Ξέρεις τι σε περιμένει όταν
βγεις απ' αυτή την πόρτα; Θυμάσαι, άλλοτε φορούσαν οι
άνθρωποι φυλαχτά, με γραμμένα διάφορα ξόρκια για να
προφυλαχτούν από τις αρρώστιες και από την κακιά την ώρα...
Τώρα, αντί για ξόρκια είναι γραμμένες αυτές οι διευθύνσεις. Και
είναι εκατό τοις εκατό αποτελεσματικές.
Αζίζ Νεσίν
No comments:
Post a Comment