Ένας ήχος άηχος, αλλά συνάμα τόσο ηχηρός. Και έκανε το τίποτα να αρχίσει να αναταρράσεται, να κινείται πέρνοντας ακαθόριστα σχήμα και χρώματα που στο βαθύ σκοτάδι δε ξεχώριζαν ακόμη καλά καλά, αλλά η κύμανση μαζί της έφερε και μια χαραμάδα φωτός, που άρχιζε να φωτίζει το πυκνό αυτό σκοτάδι.
Και σιγά σιγά σ αυτό το ελλειπές αλλα τόσο ολοκληρωμένο φως αρχιζαν τα χρώματα να ξεχωρίζουν, και μαζί τους η κίνηση να γίνεται όλο και πιο φανερή..
Και εκει που άρχισε να δίνεται ώθηση σ αυτή τη μάζα του απόλυτου τίποτα τότε ήταν που όλα αρχισαν ξαφνικά να πηγαίνουν όλο και πιο αργά, όλο και πιο νωχελικά. Αλλά ήταν ήδη η αρχή, μέσα από τη χαραμάδα ήρθε μια έννοια συνέιδησης, η οποία όσο και
αν τα πράγματα πήγαιναν όλο και πιο αργά τόσο αυτή δυνάμωνε, γιατί όταν κινηθεί το ακίνητο έστω και για πρώτη φορά μέσα του κρατά την ανάμνηση αυτής της αναταραχής με ότι αυτή συνεπάγεται, και παντα έχει ροπή με τη πρώτη ευκαιρία να κινηθεί.
Το πρώτο κινούν το ακίνητον ειπώθηκε κάποτε, κι ήταν πρόβλημα αυτό.